μαντρί

μαντρί
bergerie

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μαντρί — το (Μ μανδρί και μαντρί) [μάντρα] περιφραγμένος τόπος για σταβλισμό κτηνών, στάνη, ποιμνιοστάσιο μσν. 1. κοπάδι, ποίμνιο 2. οι πιστοί, ομάδα πιστών 3. ναός …   Dictionary of Greek

  • μαντρί — το ιού 1. το ποιμνιοστάσιο, η στρούγκα: Ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατα στο μαντρί. 2. αυλή περιφραγμένη με πέτρινο τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • μαντρίζω — (Μ μανδρίζω και μανδριάζω) βάζω σε μάντρα, κλείνω ζώα σε μαντρί νεοελλ. 1. περιορίζω κάποιον σε έναν χώρο 2. κλείνω μοναχό σε μοναστήρι 3. περιβάλλω έναν χώρο με μάντρα μσν. μέσ. μανδρίζομαι καταυλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] …   Dictionary of Greek

  • μαντρώνω — 1. μαντρίζω, κλείνω ζώα σε μαντρί 2. περιβάλλω έναν χώρο με μαντρότοιχο 3. περιορίζω κάποιον σε κλειστό χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα ή μαντρί] …   Dictionary of Greek

  • έπαυλος — ἔπαυλος, ο (Α) [αυλή] (συν. στον πληθ. οἱ ἔπαυλοι και τὰ ἔπαυλα) τόπος περιφραγμένος όπου διανυκτερεύουν ζώα, στάβλος, μάντρα, μαντρί …   Dictionary of Greek

  • αγελαδομάντρι — και γελαδομάντρι, το μαντρί για αγελάδες και βόδια, αγελαδοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • αγελόμαντρα — η μαντρί για αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγέλη + μάντρα] …   Dictionary of Greek

  • αύλιον — αὔλιον, το (Α) [αυλή] 1. στάβλος, μαντρί 2. αγροτική κατοικία 3. σπηλιά …   Dictionary of Greek

  • αύλιος — αὔλιος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί 2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» ο αποσπερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα… …   Dictionary of Greek

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”